Η αλήθεια είναι πως δεν θα ήταν σωστό να παραθέσουμε ένα
συνταγολόγιο για το τι πρέπει να κάνουμε όταν τα παιδιά χτυπούν, καθώς το κάθε
παιδί είναι διαφορετικό, το πλαίσιο αλλά και οι άνθρωποι μπροστά στους οποίους
εμφανίζει μια επιθετική συμπεριφορά διαφέρουν και, εκείνη την στιγμή, προσπαθεί
να εκφράσει κάποια ανάγκη του.
Αυτό που χρειάζεται να αποφύγουμε είναι να αντιμετωπίσουμε
την επιθετικότητα του παιδιού μας με επιθετικότητα από πλευράς μας, δηλαδή να
φωνάξουμε, να τιμωρήσουμε, να χτυπήσουμε, να εκφοβίσουμε. Και αυτό γιατί
μαθαίνουμε στο παιδί πως η βία, οποιασδήποτε μορφής βία, είναι αποδεκτή από
αυτόν που έχει «δύναμη» και μπορούμε να την χρησιμοποιούμε για να «λύνουμε» τα
προβλήματά μας.
Όταν πρόκειται για εκδήλωση επιθετικής συμπεριφοράς σε ένα
δημόσιο πλαίσιο, χρειάζεται είτε να απομακρυνθούμε μαζί με το παιδί είτε να
φανταζόμαστε ότι είμαστε μόνοι μας με το παιδί, καθώς τα σχόλια και τα
επικριτικά ή συμπονετικά βλέμματα των διαφόρων καλοθελητών μπορούν να εντείνουν
τον δικό μας εκνευρισμό και άγχος της έκθεσης, τα οποία με τη σειρά τους
μεταδίδονται στο παιδί και, ως αποτέλεσμα, δυσκολεύεται ακόμα περισσότερο να
ηρεμήσει.
Το ζητούμενο την στιγμή της «έκρηξης» είναι να ανακουφιστεί
το παιδί και όχι να του υποδείξουμε ποια είναι η σωστή συμπεριφορά. Εξάλλου
εκείνη την στιγμή τα λόγια μας δεν βοηθούν ιδιαίτερα καθώς δεν ακούγονται.
Σκεφτείτε τον εαυτό σας σε μια στιγμή έντονου θυμού, όπου όποιος βρίσκεται
κοντά σας προσπαθεί να σας «παρηγορήσει» με λόγια όπως, «Είναι παράλογο να
θυμώνεις για κάτι τέτοιο», «Πιες λίγο νερό να ηρεμήσεις», «Τι να κάνουμε έτσι
είναι η ζωή, συμβαίνουν αυτά». Το μόνο που θα επιτευχθεί συνήθως είναι είτε να
μην ακούσουμε τίποτα από αυτά και να παραμείνουμε σε ένταση, είτε ο θυμός μας
να αυξηθεί και να ξεσπάσουμε περισσότερο. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με τα
παιδιά, οπότε αυτό που χρειάζονται από εμάς εκείνη την στιγμή είναι αρχικά να
συγκρατήσουμε τα χτυπήματά τους για να μην πληγώσουν ούτε τον εαυτό τους ούτε
τους γύρω τους και να παραμείνουμε ψύχραιμοι λέγοντάς τους με τρυφερότητα ή
δείχνοντάς τους με την στάση μας ότι «Εγώ είμαι εδώ, σ’ αγαπάω, αλλά δεν θέλω
να πληγωθεί κανείς. Θα είμαι δίπλα σου.»
Επίσης, είναι χρήσιμο εκείνη την ώρα να μιλήσουμε για το τι
μπορεί να βιώνει ο καθένας, π.χ. «Με πονάει αυτό που κάνεις» ή «Δεν θέλω να
πονάει η Μ. Χρησιμοποίησε λέξεις για να της πεις τι νιώθεις» ή «Αν είσαι
θυμωμένος προτιμώ να μου το πεις με λόγια και όχι να με χτυπάς.» Η εκτόνωση
είναι ουσιαστική και απαραίτητη για όλους μας, αλλά μπορεί να γίνεται με μέτρο
και σε άψυχα αντικείμενα, π.χ. να χτυπήσει ένα μαξιλάρι, να τραγουδήσει δυνατά,
να χορέψει, να ζωγραφίσει τον θυμό του, να βγάλει μία κραυγή κ.ά. Φυσικά το
καλύτερο παράδειγμα είμαστε εμείς και καλούμαστε πρώτα εμείς να χρησιμοποιούμε
τέτοιους τρόπους εκτόνωσης των έντονων συναισθημάτων μας και της επιθετικότητάς
μας, έτσι ώστε να μας δει το παιδί και μετά να συζητήσουμε μαζί του τους
τρόπους που του ταιριάζουν και με τους οποίους μπορεί να εκφράζεται και να εκτονώνεται.
Αφού ηρεμήσει, μπορούμε, αν θέλει και έχει ανάγκη, να συζητήσουμε για το τι του
συμβαίνει και τι το ώθησε στην επιθετική συμπεριφορά. Το σημαντικότερο είναι να
υπάρχει αποδοχή από την πλευρά μας για τα συναισθήματα των παιδιών ακόμα και αν
δεν μπορούμε πολλές φορές να τα εξηγήσουμε ή να τα δικαιολογήσουμε.
Άλλες φορές, όταν δύο παιδιά χτυπιούνται μεταξύ τους,
μπορούμε να επέμβουμε με χιούμορ π.χ. κάνοντας τους διαιτητές,
περιγράφοντας σαν σε αγώνα ποδοσφαίρου,
επισημαίνοντας με τραγουδιστό τρόπο τα σημεία όπου απαγορεύονται τα χτυπήματα
κ.ά, δίνοντας αμέσως μία διασκεδαστική διάσταση στο παιχνίδι πάλης που γινόταν
λόγω ίσως κάποιας διαφωνίας. Σε κάθε περίπτωση, όμως, αν η πάλη μεταξύ τους
ξεφεύγει πρέπει να επέμβουμε αμέσα με δραστικότερο τρόπο
προκειμένου να διαφυλάξουμε την σωματική τους ακεραιότητα.
Σε κάθε περίπτωση, χρειάζεται να αναγνωρίζουμε την ανάγκη
που κρύβεται πίσω από την επιθετική συμπεριφορά και να παρατηρούμε τι συμβαίνει
στην αλληλεπίδραση με το παιδί μας, τι έχει αλλάξει στην καθημερινότητά του, τι
χρειάζεται από εμάς, τι «πατάει τα κουμπιά του» και κυρίως πώς μπορούμε εμείς
να το βοηθήσουμε ώστε να αποκτήσει μία υγιή σχέση με τους γύρω του αλλά κυρίως
με τον εαυτό του.
Διαβάστε το 1ο μέρος εδώ.
Νίκη Λιώτη, Ψυχολόγος, Συστημική – Οικογενειακή Συμβουλευτική
& Ψυχοθεραπεία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Πληκτρολογείστε το σχόλιό σας...