Από την Εναλλακτική Δράση
Κάποτε υπήρχε ένας ταξιδιώτης που ήθελε πάρα πολύ να φτάσει
στον στόχο του. Από μικρός ακόμη ξάπλωνε στο κρεβάτι, μετρούσε τα αστέρια και
αναρωτιόταν πόσα χρόνια του απέμεναν από τη μεγάλη εξερεύνηση.
Εκείνος θα έκοβε πρώτος το λουλούδι της ευτυχίας, που όπως
επέμεναν οι θρύλοι βρισκόταν στην άκρη του κόσμου και το φυλούσαν δύο πελώριοι
δράκοι.
Πλήθος διανοουμένων, γεροδεμένων παλικαριών και βασιλιάδων προσπάθησαν να εξοντώσουν τους δράκους με την ευφυΐα, τη δύναμη ή τα πλούτη τους όμως κατέληξαν νεκροί και το λουλούδι μετονομάστηκε «ουτοπία¬ από τους σπουδαιότερους ποιητές της εποχής.
Ένα πρωί, ο ταξιδιώτης φύσηξε τα 18 κεράκια της τούρτας του
και ανακοίνωσε σε οικογένεια και φίλους πως θα κινούσε για το μεγάλο ταξίδι.
«Είσαι τρελός» προσπάθησε να τον μεταπείσει ο πατέρας του,
κοκκινίζοντας ολόκληρος από τη σύγχυση. Η μητέρα του λιποθύμησε δύο φορές και
οι φίλοι του έπεσαν πάνω του να τον συνετίσουν.
«Πού θα πας κακομοίρη μου! Τόσοι και τόσοι πιο άξιοι από
εσένα έχασαν τη ζωή τους».
«Αν εξηγήσω στους δράκους, εκείνοι θα με καταλάβουν και θα
μου προσφέρουν μόνοι τους το λουλούδι» αποκρίθηκε γεμάτος αυτοπεποίθηση.
Είδαν και απόειδαν οι γονείς του και κάλεσαν στο σπίτι τον
σοφό του χωριού, μπας και κατάφερνε να βάλει μυαλό στον μονάκριβο γιό τους.
Ο σοφός μπήκε στο δωμάτιο του επίδοξου ταξιδιώτη, που
στοίβαζε τα ρούχα του στη βαλίτσα.
«Ξέρω. Ήρθες για να μου βάλεις μυαλό» μάντεψε το αγόρι.
«Όχι. Ήρθα απλώς για να μάθω τον σκοπό της επικίνδυνης
αποστολής σου. Γιατί θες τόσο πολύ αυτό το λουλούδι;»
«Δε γεννήθηκα για να μείνω στο χωριό. Ή θα τολμήσω την
εξερεύνηση ή θα βυθιστώ στην ασφάλειά μου» αποκρίθηκε ο νεαρός.
«Ε λοιπόν, νομίζω πως πρέπει να κάνεις το ταξίδι» συμπέρανε
ο σοφός ,ύστερα από λίγα λεπτά περισυλλογής.
Πράγματι, το ίδιο κιόλας βράδυ οι συγχωριανοί μαζεύτηκαν
στην κεντρική πλατεία για να αποχαιρετήσουν τον ταξιδιώτη. Έκλαιγαν οι γονείς,
σπάραζαν και οι φίλοι. Όμως εκείνος χαμογελούσε πλατιά: «Θα το κόψω και θα το
φέρω στο χωριό να το αγγίξετε» ήταν τα τελευταία λόγια του προτού χαθεί από τον
ορίζοντα τους.
Ο ήλιος έδυε στον ουρανό και το αγόρι γέμιζε τα πνευμόνια
του με μπόλικο οξυγόνο.
«Το τέλος μιας εποχής και η αρχή μιας νέας» μονολόγησε.
Περπάτησε αρκετά μέσα στο πυκνό σκοτάδι και κάποτε είδε
αντίκρυ του ένα όμορφο ξενοδοχείο. Αποφάσισε να ξαποστάσει εκεί. Την επόμενη
μέρα, ο νεαρός συνάντησε στη ρεσεψιόν το πιο όμορφο κορίτσι του κόσμου. Της
έπιασε την κουβέντα. Του είπε πως είναι η κόρη του ιδιοκτήτη. Εκείνος της
αποκάλυψε την αποστολή του.
«Πρέπει να είσαι πολύ γενναίος» σχολίασε όλο θαυμασμό η
κοπέλα.
Ο ταξιδιώτης γοητεύτηκε από την ομορφιά, το πνεύμα και την
ευγένειά της τόσο που έμεινε τελικά δύο χρόνια στον τόπο της. Μάλιστα, έπιασε
και δουλειά ως σερβιτόρος στο εστιατόριο της γειτονιάς.
«Έτσι θα αποκτήσω και ένα καλό κομπόδεμα για την υπόλοιπη
διαδρομή μου» σκέφτηκε.
Έζησε έναν σπουδαίο έρωτα μα μόλις συμπλήρωσε τα είκοσί του
χρόνια ανακοίνωσε στην αγαπημένη του πως είχε φτάσει πια η στιγμή να φύγει.
Εκείνη δάκρυσε αλλά σεβάστηκε τον σκοπό του.
«Θα θυμάμαι πάντα τις στιγμές μας» της ψιθύρισε ο νεαρός
στον αποχωρισμό. Ύστερα επιβιβάστηκε στο τρένο. Ταξίδεψε πέντε μέρες ώσπου
βρέθηκε σε ένα μέρος που ξεχείλιζε από μια πρωτόγνωρη ορμή.
Νέοι άνθρωποι περιφέρονταν γελώντας στους δρόμους και σε κάθε
γωνιά ξεπρόβαλαν πανεπιστήμια, βιβλιοθήκες και γραφικές καφετέριες. Ο
ταξιδιώτης μάλιστα πήρε την απόφαση να γραφτεί στη σχολή μάρκετινγκ της
περιοχής.
«Έτσι θα πλασάρω σωστά τον εαυτό μου στους δράκους, όταν
φτάσει η στιγμή» συλλογίστηκε ικανοποιημένος. Πράγματι, πέρασε τέσσερα πολύ
όμορφα χρόνια στο μέρος εκείνο, αποκόμισε πολύτιμες γνώσεις και καλλιέργησε
γερές φιλίες.
Όταν αποφοίτησε ήξερε πως η διαμονή του εκεί είχε
ολοκληρωθεί. Οι συμφοιτητές του σχημάτισαν έναν κύκλο γύρω του και του
τραγούδησαν χωρίς δάκρυα. Είχαν διδαχθεί άλλωστε όλοι τους από έναν τρανό
φιλόσοφο της εποχής πως οι κύκλοι κλείνουν μόνο όταν εμείς παύουμε να τους
χρειαζόμαστε.
Ο ταξιδιώτης με το πτυχίο στη βαλίτσα και τόσες εμπειρίες
στην καρδιά συνέχισε τον δρόμο του. Σταμάτησε κάποτε σε μια πόλη γεμάτη
ουρανοξύστες, που έμαθε από τους ντόπιους ότι ήταν το μέρος όπου
σταδιοδρομούσαν οι πιο ικανοί επαγγελματίες του πλανήτη.
«Μήπως να αποκτήσω μια εργασιακή εμπειρία στο αντικείμενό
μου, μη με περάσουν οι δράκοι για κανέναν αχαΐρευτο» σκέφτηκε. Πράγματι, έπιασε
δουλειά στη μεγαλύτερη διαφημιστική εταιρεία και ήταν τόσο έξυπνος, φιλότιμος
και δημιουργικός που γρήγορα αναρριχήθηκε στα υψηλότερα κλιμάκια της ιεραρχίας,
αποκτώντας φήμη και χρήματα.
Στα 30 του παντρεύτηκε μάλιστα και μια γυναίκα που αγάπησε
πολύ και έκανε μαζί της ένα αγόρι.
Είχε φτάσει πια τα 40 και ένιωθε απόλυτα ικανοποιημένος από
τη ζωή του. Όμως κάπου κάπου τον έτρωγε η περιέργεια για εκείνο το λουλούδι.
«Έλα καημένε μου, και εγώ στα 18 μου θα πατούσα στο φεγγάρι.
Δε τα έβαψα και μαύρα που ακόμη τριγυρνάω στη γη» προσπαθούσε να τον
προσγειώσει ο κουμπάρος του.
Ένα απόγευμα όμως ο ταξιδιώτης ανακοίνωσε στη σύζυγο του την
απόφαση να ολοκληρώσει την αποστολή του.
«Δε θα μπορούσα να σου ζητήσω να εγκαταλείψεις τον στόχο
σου. Απλώς να προσέχεις» είπε εκείνη. Ο άντρας αγκάλιασε τον γιο τους και
ύστερα πήρε τον δρόμο του.
Περπάτησε για μέρες και νύχτες, σε ανηφόρες και κατηφόρες,
με κρύο και ζέστη, ώσπου κάποτε είδε μπροστά του εκείνο, το πιο όμορφο
χρυσαφένιο λουλούδι του κόσμου. Η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή, πλημμυρίζοντας
από μια πρωτόγνωρη αγαλλίαση.
Έτρεξε προς το μέρος του λουλουδιού, όμως οι δύο πελώριοι δράκοι
του έφραξαν τον δρόμο.
«Μη με σκοτώσετε» τους ικέτεψε τρέμοντας.
Οι δράκοι γέλασαν.
«Έχουμε βγάλει τόσο άσχημη φήμη πίσω στα μέρη σας;»
απόρησαν.
«Ναι, ο θρύλος λέει πως κανένας δε ξέφυγε από την οργή σας».
«Και όμως… Οι άνθρωποι απλώς δεν αντέχουν την ευτυχία και
σκαρφίζονται ένα σωρό τεχνάσματα προκειμένου να την αποφύγουν. Τρέχουν να
κόψουν το λουλούδι λες και πρόκειται για αγώνα δρόμου. Έτσι προσπερνούν
ανθρώπους και εμπειρίες, εικόνες και συναισθήματα. Όταν πια έχουν φτάσει εδώ,
άλλη ανάσα δεν τους απομένει και απλώς ξεψυχούν» εξήγησε ο ένας δράκος.
«Εσύ όμως αποδείχθηκες διαφορετικός. Κατάλαβες από νωρίς τι
σημαίνει το ταξίδι και δε βιάστηκες. Ερωτεύτηκες και χώρισες, έκανες φίλους,
σπούδασες, δημιούργησες. Έμαθες και δίδαξες.
Αγάπησες και αγαπήθηκες. Για αυτό και το λουλούδι της
ευτυχίας σου ανήκει δικαιωματικά. Ωστόσο, πριν το κόψεις, σκέψου καλά αν ακόμα
το χρειάζεσαι» είπε ο άλλος δράκος.
Τότε ο ταξιδιώτης τα κατανόησε όλα. Χαμογέλασε συγκινημένος.
«Έχετε δίκιο. Δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να ξεριζώσω
το όμορφο λουλούδι σας» αποκρίθηκε.
«Βλέπεις, το λουλούδι της ευτυχίας κατοικεί πάντα στην καρδιά μας. Εμείς το ποτίζουμε με ένα σωρό αναμνήσεις. Με γέλια και δάκρυα, με θριάμβους και λάθη, με σφοδρούς έρωτες και υπέροχες φιλίες. Είναι μάταιο να το γυρεύουμε λοιπόν, γιατί εκείνο ζει μονάχα μέσα μας. Είμαστε οι ιστορίες που δημιουργήσαμε, φίλε μου» είπαν οι δράκοι με μια φωνή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Πληκτρολογείστε το σχόλιό σας...