Ήταν κάποτε ένα ντροπαλό αγοράκι, όχι ιδιαίτερα δημοφιλές ανάμεσα στους συμμαθητές του της πρώτης τάξης. Καθώς πλησίαζε η μέρα του Αγίου Βαλεντίνου, η μητέρα του ένιωσε μεγάλη χαρά, όταν ένα απόγευμα της ζήτησε να καθίσει και να γράψει τα ονόματα όλων των παιδιών της τάξης, προκειμένου να φτιάξει μία καρτούλα για το καθένα. Σιγά-σιγά θυμήθηκε όλα τα ονόματα, και η μητέρα του τα έγραψε σε ένα κομμάτι χαρτί. Ανησυχούσε πολύ, μη τυχόν και ξεχνούσε κανένα.
Εξοπλισμένος με χαρτόνι, το ψαλίδι του, τα χρωματιστά μολύβια του και την κόλλα του, μόχθησε με μεγάλη ευσυνειδησία για να φτιάξει όσες καρτούλες χρειάζονταν. Και όταν τις τέλειωσε, η μητέρα του έγραψε με καθαρά γράμματα τα ονόματα σε ένα κομμάτι χαρτί και τον παρακολουθούσε, όση ώρα τα αντέγραφε με κόπο. Όσο υψωνόταν η στοίβα με τις έτοιμες πια κάρτες, τόσο μεγάλωνε και η ικανοποίησή του.
Τότε ήταν που η μητέρα του άρχισε να αναρωτιέται με ανησυχία, αν τα άλλα παιδιά θα έφτιαχναν κάρτα και γι' αυτόν. Κάθε απόγευμα έτρεχε τόσο γρήγορα στο σπίτι του για να τελειώσει τη δουλειά του, ώστε έμοιαζε πολύ πιθανό τα άλλα παιδιά, που έπαιζαν έξω στον δρόμο, να ξεχάσουν ακόμα και ότι υπήρχε. Πόσο τρομερό θα ήταν να έφευγε για τη γιορτή με 37 δείγματα της αγάπης του - και κανείς να μην τον είχε θυμηθεί! Αναρωτήθηκε, αν μπορούσε με κάποιον τρόπο να βάλει κρυφά λίγες καρτούλες ανάμεσα σε αυτές που έφτιαχνε, ώστε να είναι σίγουρη πως θα λάβει τουλάχιστον μερικές. Όμως, αυτός δεν έχανε από τα μάτια του τον θησαυρό του, και μετρούσε τις καρτούλες ξανά και ξανά με τόση αγάπη, ώστε δεν υπήρχε περίπτωση να καταφέρει να γλιστρήσει κρυφά μερικές ακόμα. Και αρκέστηκε να κάνει αυτό που κάνει συνήθως κάθε μητέρα, να περιμένει υπομονετικά.
Τέλος, έφτασε η μέρα του Αγίου Βαλεντίνου, και τον είδε να προχωρά με δυσκολία στον χιονισμένο δρόμο, με ένα κουτί μπισκότα σε σχήμα καρδιάς κάτω από τη μία μασχάλη, και κρατώντας σφιχτά στο άλλο μια χάρτινη σακούλα που περιείχε 37 δείγματα του μόχθου του. Τον παρακολουθούσε με την καρδιά της να φλέγεται από την αγωνία. "Σε παρακαλώ, Θεέ μου", προσευχήθηκε, "κάνε να λάβει έστω και λίγες κάρτες!"
Όλο το απόγευμα ήταν απασχολημένη με το ένα και με το άλλο, αλλά η καρδιά της βρισκόταν στο σχολείο. Στις τρεις και μισή άρχισε να πλέκει και έκαστε, δήθεν τυχαία, σε μία καρέκλα που έβλεπε στον δρόμο.
Τέλος, ο μικρός φάνηκε, μόνος του. Η καρδιά της βούλιαξε. Προχωρούσε στον δρόμο και κάθε τόσο έκανε μερικά βήματα με την πλάτη γυρισμένη στον αέρα. Μισόκλεισε τα μάτια της για να δει το πρόσωπό του. Από κείνη την απόσταση δεν φαινόταν παρά σαν μια ροζ μουτζούρα.
Και μόνο όταν έφτασε πια στο δρομάκι του κήπου την είδε - τη μία και μοναδική καρτούλα που κρατούσε σφιχτά στο γαντοφορεμένο χεράκι του. Μόνο μία. Μετά από τόση δουλειά. Κι εκείνη θα ήταν, το δίχως άλλο, από τη δασκάλα. Τα μάτια της θόλωσαν από τα δάκρυα. Αχ, αν μπορούσε κανείς να προστατέψει το παιδί του από τη ζωή! Άφησε στην άκρη το πλεκτό της και προχώρησε ως την πόρτα.
"Τι ροζ μάγουλα!" είπε. "Έλα, άσε με να σου λύσω το κασκόλ. Σας άρεσαν τα μπισκότα;"
Γύρισε προς το μέρος της, με το πρόσωπό του να λάμπει από ευτυχία και απόλυτη ικανοποίηση. "Ξέρεις;" της είπε. "Δεν ξέχασα ούτε ένα από τα παιδιά!"
Ruth McDonald - "Ο Βαλεντίνος"
~Η μαγεία βρίσκεται στην προσφορά και όχι στην ανταπόδοση. Χαρίστε απλόχερα την αγάπη σας και την βοήθειά σας όπου μπορείτε και θα πλησιάσετε ακόμα πιο πολύ στην ευτυχία. Δώστε, όχι για να πάρετε, αλλά για να έχετε.~
Πόσο όμορφο και συγκινητικό κείμενο! Συμφωνώ απόλυτα! Μερικές φορές ξεχνάμε το πραγματικό νόημα του να δίνουμε...
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολλά φιλιά, Βάσω η μαμά πρωτάρα