Γράφει η Μαρία Κορακά
«Εσύ είσαι δυνατή!»
«Εσύ θα τα καταφέρεις!» «Εσένα δεν σε φοβάμαι!»
«Εσύ είσαι δυνατό
παιδί!» «Δεν σε φοβάμαι!» «Ξέρεις να τα βγάζεις πέρα!» «Εσύ τα καταφέρνεις!»
Φράσεις οικείες και πολυ-χρησιμοποιημένες… που απευθύνονται
στο παιδί και πραγματικά γεμίζουν καμάρι και περηφάνια το γονιό. Για να δούμε,
όμως, τι κρύβεται πίσω από τον περήφανο γονιό και το δυνατό αυτό παιδί.
Σε μια διπλανή παρέα ακούω ένα τρίχρονο κοριτσάκι να φωνάζει
στο μπαμπά του κλαίγοντας «Πονάω.. πονάω!». Ο πατέρας του στην προσπάθειά του
να το ανακουφίσει του λέει «Εσύ είσαι δυνατή! Θα σου περάσει αμέσως!». Δεν
υπάρχει αμφιβολία, ότι σε συνειδητό επίπεδο η πρόθεσή του είναι η φροντίδα του
παιδιού του.
Μια νέα γυναίκα στο γραφείο μου αναφέρει με καμάρι τον τρόπο
που η μητέρα της βοήθησε στο να χτιστεί η αυτοεκτίμησή της, όταν ήταν παιδί.
«Κάθε φορά που μου συνέβαινε κάτι εκείνη μου έλεγε “Εσύ θα τα καταφέρεις!” “Δεν
δεν σε φοβάμαι εσένα!”. Ενώ αυτό το καταγράφει ως ένα πολύ καλό στοιχείο για
την αυτοεκτίμησή της, στην ενήλικη ζωή νοιώθει ότι έχει μόνο την επιλογή «να τα
καταφέρει» κι αυτό αναγνωρίζει ότι την μπλοκάρει σε πολλά επίπεδα.
«Εσύ είσαι δυνατό παιδί!» «Δεν σε φοβάμαι!» «Εσύ τα
καταφέρνεις!»…. Φράσεις οικείες και πολυ-χρησιμοποιημένες… που απευθύνονται στο
παιδί και πραγματικά γεμίζουν καμάρι και περηφάνια το γονιό. Για να δούμε,
όμως, τι κρύβεται πίσω από τον περήφανο γονιό και το δυνατό παιδί, που τα
καταφέρνει.
Το «Παιδί – γονιός»
Πώς ο τρόπος που λειτουργεί η οικογένεια συμβάλλει στη
διαμόρφωση ενός τέτοιου παιδιού; Συχνά οι γονείς λένε για αυτά τα παιδιά:
«Είναι τόσο ανεξάρτητο, σαν να μην μας χρειάζεται» ή «μόνο του μεγάλωσε αυτό το
παιδί» και καμαρώνουν γι’ αυτό. Εκείνη την ώρα δεν συνειδητοποιούν ότι οι ίδιοι
έχουν την ανάγκη να αντιμετωπίζουν αυτό το παιδί σαν δυνατό, ώσπου τελικά
γίνεται (Napier, 1997). Τα παιδιά έχουν τη μυστηριώδη ικανότητα να μυρίζονται
τις αγωνίες και τις ανάγκες των γονιών τους και επιστρατεύουν τον εαυτό τους
χωρίς να τους ζητηθεί – λεκτικά – να τους φροντίσουν (Minuchin, 2000 &
Napier & Whitaker, 1987).
Ένα δυνατό παιδί αναλαμβάνει ρόλο και μετατρέπεται σε
«παιδί-γονιός». Το γονεϊκό παιδί, προκειμένου να ανταποκριθεί στο ρόλο και τις
απαιτήσεις αναγκάζεται να γίνει υπεύθυνο, αυτάρκες, αυτόνομο σε βαθμό που
αντιστοιχεί σε παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας. Φυσικά αυτό είναι κάτι πολύ
γοητευτικό για το παιδί, γιατί από τη μια τα παιδιά πάντα αναζητούν να
αποκτήσουν περισσότερη εξουσία και με αυτό τον τρόπο την παίρνουν, αλλά και
γιατί νοιώθουν το καμάρι και την εκτίμηση των γονιών τους. «Προβιβάζονται» από
τους γονείς σε «ημιενήλικους» και αυτή η προαγωγή τους δίνει φοβερή δύναμη.
Γίνονται «υπεργονείς». Αναλαμβάνουν την ευθύνη εκεί που οι γονείς αδυνατούν,
αποφασίζουν, καθοδηγούν, μεσολαβούν, φροντίζουν, καθησυχάζουν (Bowen, 1996 ;
Καραγιάννης, 2010 ; Minuchin, 2000 ; Napier, 1997 & Napier & Whitaker,
1987).
Τι μαθαίνουν αυτά τα παιδιά για τον εαυτό τους και τις
σχέσεις τους
Το αυτονόητο θα ήταν ότι τα παιδιά που έκαναν περήφανους
τους γονείς τους, θα είχαν μια πολύ καλή σχέση με τον εαυτό τους και ισχυρή
αυτοπεποίθηση (Miller, 2007). Όμως, η πραγματικότητα είναι αρκετά διαφορετική.
Το κόστος από αυτή τη διεργασία είναι πολύ μεγάλο, τόσο στην παιδική ηλικία όσο
και στην ενήλικη ζωή. Αυτός ο ρόλος, δεν τους επιτρέπει ισότιμη σχέση με τα
αδέρφια τους. Είναι ο δυνατός και αυτός που τα καταφέρνει. Κάθεται στο θρόνο.
Πώς θα μπορέσει να σχετισθεί με τα αδέρφια του; Να παίξει, να μαλώσει, να
χάσει, να τσακωθεί, να κλάψει, να θυμώσει, να ζηλέψει; Οι απαιτήσεις του ρόλου
και οι προσδοκίες από τους γονείς έρχονται σε σύγκρουση με τις παιδικές του
ανάγκες. Χάνει την παιδικότητα, τη ζωντάνια την ξενοιασιά και σιγά σιγά
μετατρέπεται σε κουρασμένο, εξαντλημένο σύντροφο, εργαζόμενο, γονιό (Bowen,
1996 ; Καραγιάννης, 2014 ; Καραγιάννης, 2010 & Napier, 1997).
Σε ένα άλλο επίπεδο, το παιδί αυτό μαθαίνει ότι σημαντικό
είναι μόνο αν παρέχει φροντίδα. Έτσι, η σχέση του με τους άλλους βασίζεται σε
αυτή τη διεργασία. Στην παροχή φροντίδας. Μπορούν να έχουν επίγνωση των αναγκών
των άλλων, γιατί έμαθαν πολύ νωρίς να αφουγκράζονται τι χρειάζονται οι άλλοι
από αυτά. Τις περισσότερες φορές δεν είναι σε θέση να έχουν επίγνωση των δικών
τους αναγκών, ακριβώς επειδή οι δικές τους ανάγκες δεν ήταν ποτέ σημαντικές,
ώστε να φροντιστούν. Παρόλα αυτά, ως ενήλικες μοιάζουν δυνατοί και ικανοί να
στηρίξουν τους ανθρώπους γύρω τους. Αυτό, άλλωστε είναι κάτι που κάνουν για
πολλά χρόνια (Minuchin, 2000 & Napier & Whitaker, 1987).
Τα «παιδιά – γονείς» εκπαιδεύονται ασυνείδητα στο να είναι ευαισθητοποιημένα στη φροντίδα των άλλων. «Μπορούν να κατανοούν συναισθηματικά αυτά που συμβαίνουν στους γύρω τους», μας λέει η Alice Miller (2007). «και να ανταποκρίνονται στις ανάγκες τους. Αυτός ο ρόλος εξασφάλιζε στο παιδί την αγάπη των γονιών. Το παιδί ένοιωθε ότι το είχαν ανάγκη και αυτή η ανάγκη διασφάλιζε την ύπαρξή του» συνεχίζει. Αυτό τους οδηγεί στο να δυσκολεύονται ιδιαίτερα στο να θέσουν μέχρι πού χρειάζεται να προσφέρουν τη βοήθειά τους. Ο ρόλος τους τους έμαθε σε ένα μόνιμο εσωτερικό αίσθημα υποχρέωσης παροχής βοήθειας, ακόμη και όταν δεν τους έχει ζητηθεί. Θεωρούν τον εαυτό τους υπεύθυνο να λύσει ή να διεκπεραιώσει ή να φροντίσει εκεί που το πλαίσιο έχει ανάγκη. Εξυπηρετούν άνευ όρων (Napier, 1997).
«Αναπτύσσουν μια ειδικού τύπου ευαισθησία στα ασυνείδητα
σήματα με τα οποία εκδηλώνονται οι ανάγκες των ανθρώπων γύρω τους» (Miller,
2007). Έτσι θεωρούνται από όλους «καλοί άνθρωποι» και «καλά παιδιά», όμως μέσα
τους νοιώθουν πολύ θυμωμένοι. Οι συναισθηματικές τους ανάγκες δεν ονομάστηκαν
και δεν ικανοποιήθηκαν ποτέ. Στο παρόν ζητούν κάλυψη των αναγκών αυτών, χωρίς
όμως να τολμούν να το εκφράσουν. Ελπίζουν ότι μέσα από τη συνεχή εξυπηρέτηση
που προσφέρουν, οι άλλοι θα φροντίσουν και τους ίδιους. Ο τρόπος όμως που
φροντίζουν κάνουν τους ανθρώπους γύρω τους εξαρτημένους και ανήμπορους και κατ’
επέκταση αδύναμους να φροντίσουν. Κάνοντας πολύ περισσότερα από αυτά που τους
αναλογούν θυμώνουν, ενώ ταυτόχρονα δεν μπορούν να ξεφύγουν από αυτό. Αισθάνονται
εξαντλημένα ή κουρασμένα (και συχνά ανεπαρκή), επειδή νοιώθουν υποχρέωση προς
το γονιό με τον οποίο έχουν εμπλακεί υπερβολικά (Napier, 1997).
_______________________
Βιβλιογραφία:
- Bowen, M. (1996). Τρίγωνα στην οικογένεια. Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα.
- Καραγιάννης, Δ. (2010). Η αδικία που πληγώνει. Εκδόσεις Αρμός
- Miller, A. (2007). Οι φυλακές της παιδικής μας ηλικίας ή το δράμα του προικισμένου παιδιού. Εκδόσεις Ροές.
- Minuchin, S. (2000) «Οικογένειες και οικογενειακή θεραπεία». Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, 2000.
- Napier, A. & Whitaker, C. (1987): «Οικογένεια μαζί, όμως αλλιώτικα». Εκδόσεις Κέδρος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Πληκτρολογείστε το σχόλιό σας...