Γράφει η Ελένη Κώστογλου
Όλοι οι άνθρωποι έχουμε μέσα μας κρυμμένες δυνάμεις. Δυνάμεις που
στην πορεία της ζωής μας αρχίζουμε να ανακαλύπτουμε, μέσα από τα διάφορα
περιστατικά με τα οποία θα ερχόμαστε αντιμέτωποι. Σημαντικό ρόλο στην
αναγνώριση και ανάδυσή τους παίζουν και οι άνθρωποι που είναι δίπλα μας, καθώς
μεγαλώνουμε. Αν έχουμε κοντά μας άτομα (γονείς, δασκάλους κτλ) που μας
ενθαρρύνουν να αναλαμβάνουμε πρωτοβουλίες και μας αφήνουν να κινούμαστε όσο το
δυνατόν πιο ελεύθερα, τότε έχουμε μεγάλες πιθανότητες να γίνουμε ενήλικες με
αυτοπεποίθηση και πίστη στις δυνατότητές μας... Άνθρωποι που δε θα
καταρρακωθούν από τις δυσκολίες της ζωής. Αν πάλι, έχουμε δίπλα μας
ανθρώπους που με κάποιο τρόπο μας περιορίζουν, είτε από υπερβολική αυστηρότητα,
είτε από υπερπροστασία, τότε ενδέχεται ένα μέρος του δυναμικού μας να μείνει
ανεκμετάλλευτο και να εξελιχτούμε σε άτομα δειλά, άβουλα, με περιορισμένες
δυνατότητες.
Σίγουρα, μια από τις δουλειές που έχει να κάνει κάποιος
που ασχολείται με το μεγάλωμα των παιδιών, είναι να τα προστατέψει από τις
κακοτοπιές, αφού τα μικρά έχουν άγνοια κινδύνου. Έτσι, αρχίζει μια σειρά από
«μη» και περιορισμούς που έχουν στόχο την προστασία τους. Το πρόβλημα είναι ότι
μπορεί να πέσουμε σε υπερβολές. Επαναλαμβανόμενη χρήση φράσεων του τύπου
«δεν μπορείς να το κάνεις αυτό» και διαρκείς απαγορεύσεις επιδρούν αρνητικά
στην ανάδειξη των δυνάμεων που κρύβουμε μέσα μας. Είναι σημαντικό, λοιπόν,
να προσέξουμε πότε θα πούμε το «μη» και πως θα το πούμε. Κάθε φορά θα πρέπει να
εξηγούμε στο παιδί γιατί δεν του επιτρέπουμε να κάνει κάτι που θέλει. Αν,
για παράδειγμα, θελήσει ένα πολύ μικρό παιδάκι να μας βοηθήσει την ώρα που
μαγειρεύουμε και πάει να πιάσει το μαχαίρι για να κόψει κάτι, θα του εξηγήσουμε
ότι είναι επικίνδυνο τη δεδομένη στιγμή να κάνει κάτι τέτοιο κι ότι μπορεί να
κοπεί. Ταυτόχρονα, όμως, θα του εξηγήσουμε ότι μόλις μεγαλώσει λίγο ακόμα θα
μπορεί όχι μόνο να χειρίζεται το μαχαίρι, αλλά και πολλά άλλα πράγματα. Πάντα
να λέμε στα παιδιά ότι ακόμα κι αν δεν μπορούν να κάνουν κάτι τώρα, δε σημαίνει
ότι δε θα μπορούν να το κάνουν και στο μέλλον... Ότι υπάρχουν μέσα μας δυνάμεις
που σταδιακά θα βγαίνουν στην επιφάνεια με το πέρασμα του χρόνου και κάτω από
συγκεκριμένες συνθήκες.
Θα ήθελα να αναφέρω μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία που
μας δείχνει πως, μέσα από συγκεκριμένες καταστάσεις, μπορούν να αποκαλυφθούν
δυνάμεις που δε γνωρίζουμε ότι έχουμε. Τη συναντάμε στο βιβλίο του Χ.
Μπουκάι «Ιστορίες να σκεφτείς». Ο τίτλος της είναι «Τα παιδιά
ήταν μόνα». Ας δούμε λίγο την ιστορία.
‘Η μητέρα τους
είχε φύγει από νωρίς το πρωί και τα είχε αφήσει στη Μαρίνα, μια νέα 18 χρόνων,
την οποία έπαιρνε κάποιες φορές για λίγες ώρες προκειμένου να τα προσέχει με
αντάλλαγμα μερικά νομίσματα.
Από τότε που είχε
πεθάνει ο πατέρας, οι καιροί είχαν δυσκολέψει πολύ για να το ρισκάρει να λείψει
από τη δουλειά όταν η γιαγιά αρρώσταινε ή έλειπε από την πόλη.
Όταν ο φίλος της
κοπέλας τηλεφώνησε για να της προτείνει μια βόλτα με το καινούργιο του
αυτοκίνητο, η Μαρίνα δεν δίστασε και πολύ. Άλλωστε, τα παιδιά κοιμόντουσαν όπως
κάθε απόγευμα, και δεν θα ξυπνούσαν πριν τις πέντε.
Μόλις άκουσε την
κόρνα, άρπαξε την τσάντα της κι άφησε ανοιχτό το ακουστικό του τηλεφώνου.
Προνόησε να κλειδώσει την πόρτα του δωματίου και φύλαξε το κλειδί στην τσέπη
της. Δεν ήθελε να διακινδυνέψει να ξυπνούσε ο Πάντσο και να κατέβαινε τη σκάλα
για να την ψάξει, γιατί, όπως και να ‘χει, ήταν μόνο έξι χρόνων, και με την
παραμικρή απροσεξία μπορούσε να σκοντάψει και να χτυπήσει. Επίσης, σκέφτηκε ότι
αν συνέβαινε αυτό, δεν θα ήξερε πώς να εξηγήσει στη μητέρα το λόγο για τον
οποίο το παιδί δεν την είχε βρει.
Ίσως να ήταν ένα
βραχυκύκλωμα στην τηλεόραση ή σε κάποιο από τα φώτα του σαλονιού, ή μπορεί μια
φλόγα στα καυσόξυλα – το θέμα είναι ότι όταν οι κουρτίνες άρχισαν να καίγονται,
η φωτιά έφτασε γρήγορα στην ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στα υπνοδωμάτια.
Τον ξύπνησε ο
βήχας του μωρού, εξαιτίας του καπνού που περνούσε κάτω από την πόρτα. Χωρίς να
σκεφτεί, ο Πάντσο πήδηξε απ΄ το κρεβάτι και πίεσε με δύναμη το πόμολο για ν΄
ανοίξει την πόρτα, αλλά δεν τα κατάφερε. Όπως και να ‘χει, ακόμα κι αν το είχε
καταφέρει, οι φλόγες θα είχαν καταβροχθίσει τον ίδιο και τον λίγων μηνών αδελφό
του σε ελάχιστα λεπτά.
Ο Πάντσο φώναξε
τη Μαρίνα, αλλά κανείς δεν απάντησε στην έκκλησή του. Έτσι, έτρεξε στο τηλέφωνο
του δωματίου (αυτός ήξερε πώς να παίρνει τηλέφωνο τη μαμά του) αλλά δεν υπήρχε
γραμμή.
Ο Πάντσο
συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να βγάλει τον αδελφό του από κει μέσα.
Προσπάθησε να ανοίξει το παράθυρο που έβγαζε στο περβάζι, αλλά ήταν αδύνατο για
τα μικρά του χέρια να λύσει την ασφάλεια και – ακόμα κι αν τα κατάφερνε –
θα έπρεπε να ξεμπλέξει και με τη σήτα που οι γονείς του είχαν βάλει για
προστασία.
Όταν οι
πυροσβέστες τελείωσαν με το σβήσιμο της φωτιάς, το θέμα συζήτησης όλων ήταν το
ίδιο:
– Πώς μπόρεσε
αυτό το τόσο μικρό παιδί να σπάσει με την κρεμάστρα το τζάμι και μετά να σχίσει
τη σήτα;
– Πώς μπόρεσε να
φορτώσει το μωρό στο σακίδιο;
– Πώς
μπόρεσε να περπατήσει στο περβάζι κουβαλώντας σημαντικό βάρος και να κατέβει
από το δέντρο;
– Πώς
μπόρεσε να σώσει τη ζωή του αδελφού του και τη δική του;
Ο ηλικιωμένος
πυροσβέστης, άνθρωπος σοφός που όλοι σέβονταν, τους έδωσε την απάντηση:
«Ο μικρός Πάντσο ήταν μόνος… Δεν είχε κανέναν να του
πει ότι δεν μπορούσε»…’
Να, λοιπόν, που μπορούμε να καταφέρουμε πολλά
πράγματα, κάτω από δύσκολες περιστάσεις στις οποίες δε θα περιμέναμε ότι θα
μπορούσαμε να ανταπεξέλθουμε. Αρκεί να μην έχουμε δίπλα μας ανθρώπους που να
μας περιορίζουν και να μας επικρίνουν. Ας είμαστε, λοιπόν, υποστηρικτικοί
απέναντι στα παιδιά μας κι ας δείχνουμε περισσότερη εμπιστοσύνη στις ικανότητές
τους. Όλοι, άλλωστε, έχουν κρυμμένες δυνάμεις μέσα τους.
ΠΗΓΗ:
- Χόρχε
Μπουκάι(2014), Ιστορίες να σκεφτείς, εκδόσεις Όπερα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Πληκτρολογείστε το σχόλιό σας...