Η αποδοχή που δείχνουν οι γονείς προς τα παιδιά και τις
συμπεριφορές τους δεν είναι κοινή σε όλες ανεξαιρέτως τις περιπτώσεις, ενώ
συνήθως διαφοροποιείται από τον έναν γονέα στον άλλο. Γι’ αυτό το λόγο, οι
γονείς δεν είναι υποχρεωμένοι να παρουσιάζουν ένα «ενιαίο μέτωπο» για όλες τις
καταστάσεις. Αν προσπαθούσαν να είναι σταθεροί, δεν θα είναι αυθεντικοί. Και όταν
οι γονείς καταφέρνουν να δείξουν «ενωμένοι» όσον αφορά τις αποφάσεις και τον
τρόπο διαπαιδαγώγησης των παιδιών, συνήθως ο ένας τείνει να υποχωρεί και να
ακολουθεί τον άλλο γονέα καταπιέζοντας, έτσι, τον εαυτό του και τις πραγματικές
του επιθυμίες και συμπεριφορές.
Εκ των πραγμάτων είναι σχεδόν αδύνατον να δέχεται ο γονέας
όλες ανεξαιρέτως τις συμπεριφορές ενός παιδιού. Τυγχάνει ορισμένες συνήθειες
και συμπεριφορές του να βρίσκονται στην «περιοχή της μη αποδοχής» ενός γονέα.
Μερικοί γονείς καταφεύγουν στην προσποίηση της αποδοχής των περισσότερων
συμπεριφορών των παιδιών τους δείχνοντας, έτσι, ψεύτικη αποδοχή.
Τα παιδιά έχουν την ικανότητα να κατανοούν τα πραγματικά
συναισθήματα των γονιών τους, μέσα από τα μη λεκτικά σήματα που τους στέλνουν.
Μέσα από κάποιο συνοφρύωμα, ένα συγκεκριμένο τόνο φωνής, μια χειρονομία, κάποια
ένταση στους μυς του προσώπου ο γονέας δίνει κάποια αμυδρά σημάδια που
φανερώνουν την ενόχληση και τον εκνευρισμό του, ακόμα κι αν τα λόγια που
χρησιμοποιεί εκφράζουν το ακριβώς αντίθετο. Το παιδί γίνεται αποδέκτης
αντιφατικών μηνυμάτων, μια συμπεριφορά που του λέει ότι δεν υπάρχει πρόβλημα να
μην κοιμηθεί ακόμα, αλλά και μη λεκτικά σημάδια που του λένε ότι η μητέρα του
στην πραγματικότητα δεν θέλει να μείνει ξάγρυπνο. Τέτοιου είδους μηνύματα
δημιουργούν συναισθήματα απογοήτευσης και ανησυχίας στο παιδί, καθώς δεν
γνωρίζει ποια συμπεριφορά να επιλέξει.
Κατ’ επέκταση, όταν το παιδί βιώνει διαρκώς την αντιφατική
αποδοχή, νιώθει ότι δεν είναι αγαπητό και καταφεύγει στο να δοκιμάζει πολλές
φορές τα όρια των γονέων, βιώνει άγχος και συναισθήματα ανασφάλειας που
αδυνατεί να κατευνάσει. Επίσης, η ψεύτικη αποδοχή φθείρει την σχέση γονέα –
παιδιού καθώς το παιδί αμφιβάλλει για την ειλικρίνεια και την αυθεντική
συμπεριφορά των γονιών του. Μαθαίνει ότι συχνά ο πατέρας λέει κάτι, ενώ
αισθάνεται κάτι διαφορετικό. Καταλήγει, επομένως, να δυσπιστεί έντονα απέναντι
σε έναν τέτοιο γονέα.
Σε μια σχέση τόσο οικεία και μακροχρόνια, όπως η σχέση γονέα
– παιδιού, τα πραγματικά συναισθήματα του γονέα σπάνια μπορούν να κρυφτούν από
το παιδί. Γι’ αυτό χρειάζεται οι γονείς να διερευνήσουν τι είναι αυτό που
ουσιαστικά δεν αποδέχονται στο παιδί τους, με τι τους φέρνει σε σύγκρουση, τι
συναισθήματα τους ξυπνά μέσα τους και να το επικοινωνήσουν στο παιδί, με τρόπο
που να γίνεται αντιληπτό και να συζητήσουν πώς μπορούν να διαχειριστούν από
κοινού τέτοιες καταστάσεις. Το παιδί δεν χρειάζεται τέλειους και
εξιδανικευμένους γονείς ∙ χρειάζεται αληθινούς γονείς, για να μπορέσει να
«ανθίσει» και να εξελιχθεί.
Νίκη Λιώτη,
Ψυχολόγος, Συστημική – Οικογενειακή Συμβουλευτική & Ψυχοθεραπεία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Πληκτρολογείστε το σχόλιό σας...